σοσιαλιστικός

σοσιαλιστικός
-ή, -ό, Ν
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σοσιαλισμό («σοσιαλιστικό κόμμα»)
2. αυτός που στηρίζεται στις αρχές τού σοσιαλισμού («σοσιαλιστική οργάνωση τής κοινωνίας»)
3. φρ. α) «Σοσιαλιστική Διεθνής» — ομοσπονδία σοσιαλιστικών κομμάτων και συνδικαλιστικών οργανώσεων, που ιδρύθηκε το 1889, διαλύθηκε ουσιαστικά με την έναρξη τού Α' Παγκόσμιου Πολέμου και επηρέασε έντονα την ιδεολογία, την πολιτική και τις μεθόδους δράσης τού παγκόσμιου εργατικού κινήματος σε όλο αυτό το διάστημα, αλλ. Β' Διεθνής
β) «σοσιαλιστική άμιλλα» — κίνημα στις πρώην σοσιαλιστικές χώρες μεθοδευόμενο εκ τών άνω μεταξύ τών εργαζομένων στους παραγωγικούς κλάδους και στη σφαίρα τών υπηρεσιών, με στόχο την αύξηση τής παραγωγικότητας
γ) «σοσιαλιστική επανάσταση»
(κατά τη μαρξιστική-λενινιστική αντίληψη) τύπος κοινωνικής επανάστασης η οποία συνίσταται στη μετάβαση από την καπιταλιστική στη σοσιαλιστική κοινωνία με την αντικατάσταση τής κρατικής εξουσίας τών εκμεταλλευτριών τάξεων από την κρατική εξουσία τής εργατικής τάξης, στην κατάργηση τών καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής και στη δημιουργία τών σοσιαλιστικών σχέσεων παραγωγής
δ) «σοσιαλιστικός ρεαλισμός» — βλ. ρεαλισμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σοσιαλιστής. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Σοσιαλιστής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σοσιαλιστικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που αναφέρεται στο σοσιαλισμό: H Eλλάδα είχε στενές σχέσεις με τις γειτονικές σοσιαλιστικές χώρες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σοσιαλιστικός ρεαλισμός — Βλ. λ. ρεαλισμός …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • ρεαλισμός — Στη φιλοσοφία ο όρος σημαίνει την αναγνώριση της ύπαρξης μιας πραγματικότητας έξω από τη σκέψη, ανεξάρτητη από τη νοητική μας δραστηριότητα. Η νόηση γνωρίζει την πραγματικότητα προσαρμοζόμενη σε αυτήν. Η «αλήθεια» είναι η συμφωνία της σκέψης με… …   Dictionary of Greek

  • σχεδιασμός — Όρος που χρησιμοποιείται στις επιχειρήσεις και αφορά την οργάνωση εργασίας, με τον καθορισμό των ενεργειών που πρέπει να γίνουν για την επίτευξη των προκαθορισμένων στόχων και των μεθόδων, για την επίτευξή τους. Στηρίζεται στο σαφή καθορισμό των… …   Dictionary of Greek

  • κοινωνιστικός — ή, ό (παλαιός όρος) 1. σοσιαλιστικός* 2. φρ. «κοινωνιστική οργάνωση» (κοινων.) οργάνωση που εφαρμόζει στην πράξη τον κοινωνισμό με συγκεντρωτική ή αποκεντρωτική μορφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοινωνιστής. Απόδοση στην ελλ. τού γαλλ. socialiste ως επιθέτου… …   Dictionary of Greek

  • Αρμενία — I Ιστορική γεωγραφική περιοχή (περ. 140.000 τ. χλμ.) της δυτικής Ασίας με ασφαλή μάλλον φυσικά σύνορα. Γενικά ως Α. ορίζεται η περιοχή που εκτείνεται σε μήκος μεταξύ του άνω ρου του Ευφράτη και της λεκάνης της Ουρμίας λίμνης και σε πλάτος μεταξύ… …   Dictionary of Greek

  • Νορβηγία — Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στη Σκανδιναβία. Συνορεύει Α με τη Σουηδία, ΒΑ με τη Φινλανδία και τη Ρωσία, Β βρέχεται από τη θάλασσα Μπάρεντς και Δ από τον Ατλαντικό ωκεανό.H Ν. (της οποίας η ονομασία, Nόργκε ή Nοργκ σημαίνει δρόμος του βορρά),… …   Dictionary of Greek

  • Πολωνία — Κράτος της Κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Δ με τη Γερμανία και την Τσεχία, στα ΒΑ με τη Ρωσία και τη Λιθουανία, στα Α με τη Λευκορωσία και την Ουκρανία στα Ν με τη Σλοβακία, ενώ βρέχεται στα Β από τη Βαλτική θάλασσα.H Πολωνία καταλαμβάνει, στη… …   Dictionary of Greek

  • Σλοβακία — Η Σλοβακία βρίσκεται στην καρδιά της Ευρώπης, στα ανατολικά της Τσεχίας. Συνορεύει με την Πολωνία στα Β, με την Ουκρανία στα Α, με την Ουγγαρία στα Ν και με την Αυστρία στα Δ.Μέχρι το 1993 η Σλοβακία αποτελούσε με την Τσεχία το ενιαίο κράτος της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”